καταπονώ — καταπονώ, καταπόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπονώ — και καταπονάω καταπόνησα και καταπόνεσα, καταπονήθηκα, καταπονημένος 1. προξενώ μεγάλο κόπο σε κάποιον, τον κατακουράζω: Τον καταπονεί το σκάψιμο. 2. προξενώ μεγάλο πόνο: Αυτό το δόντι με καταπόνεσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… … Dictionary of Greek
καταπόνῳ — κατάπονος tired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεκατινιάζω — καταπονώ τη ράχη ανθρώπου ή ζώου από το βάρος ή από τον κάματο, εξαντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κατίνα / κατήνα «σπονδυλική στήλη»] … Dictionary of Greek
ξεποδαριάζω — καταπονώ τα πόδια κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλη πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ποδάρι] … Dictionary of Greek
κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek
κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
προεκτρύχω — Α καταβάλλω, καταπονώ προηγουμένως («ταῑς ἀγοραῑς προεκτρύχειν τοὺς πολεμίους», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρύχω «καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ»] … Dictionary of Greek